εὐόφθαλμον

εὐόφθαλμον
εὐόφθαλμος
with beautiful eyes
masc/fem acc sg
εὐόφθαλμος
with beautiful eyes
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευόφθαλμος — εὐόφθαλμος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. 1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα 2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος 3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία») 4. (μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”